- φιλάγραυλος
- -ον, ΜΑαυτός που αγαπά την αγροτική ζωή.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + ἄγραυλος «αυτός που ζει στην ύπαιθρο»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλαγραύλου — φιλάγραυλος fond of the country masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαγραύλῳ — φιλάγραυλος fond of the country masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυλή — Χώρος αστέγαστος και περιτοιχισμένος μπροστά από σπίτι, ή πίσω ή και γύρω απο αυτό. Μεταφορικά λέγεται και το προσωπικό ενός ηγεμόνα. Η α. πρωτοεμφανίστηκε στα ανάκτορα των βασιλιάδων της ομηρικής Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας κλπ. Στα… … Dictionary of Greek